dubleto - ορισμός. Τι είναι το dubleto
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι dubleto - ορισμός

CONJUNTO DE DUAS LENTES

dubleto         
sm (fr doublet) Fís Lupa constituída de duas lentes, a qual permite acromatizar, dando imagem maior e sem deformação.
Dubleto         
direita|thumb|Representação esquemática de um dubleto acromático.
dubleto      
/ê/ s.m.
1 -fís.quânt ver multipleto
2 -ópt par de lentes us. simultaneamente de forma que a aberração cromática de uma delas seja cancelada pela outra
3 -ópt par de raias espectrais associadas entre si
-etim fr. doublet (fís 1908) 'id.', der. do fr . double ' duplo, dobro' + suf. fr. -et (port. -eto /ê/); ver dobr-

Βικιπαίδεια

Dubleto

Em óptica, um dubleto é um conjunto de duas lentes dispostas em série. Os efeitos de cada lente se somam, conferindo ao conjunto características próprias, tais como distância focal e convergência. Esse tipo de lente é amplamente usado em lunetas e binóculos, já que minimiza a aberração cromática decorrente da dispersão da luz, que ocorre nos momentos de troca de meio de propagação - do ar para o vidro e do vidro para o ar.